Οσάκα

Οσάκα
η г. Осака

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "Οσάκα" в других словарях:

  • Οσάκα — Πόλη (2 636 249 κάτ.) της νοτιοδυτικής Ιαπωνίας, στο νησί Χονσού, πρωτεύουσα του ομώνυμου νομού (1.869 τ. χλμ.). Βρίσκεται στις εκβολές του ποταμού Γιόντο ο οποίος, καθώς χωρίζεται σε διάφορους βραχίονες συνδεδεμένους μεταξύ τους με διώρυγες,… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Κουμάνο-Γκο, Χιτόσι — (Hitoshi Kumano Go, Αρίτα 1935 – Οσάκα 1982). Ιάπωνας μαθηματικός. Αποφοίτησε από τη μαθηματική σχολή του πανεπιστημίου της Οσάκα το 1958. Εκεί συνέχισε για την εκπόνηση της διδακτορικής του διατριβής με θέμα τις ιδιόμορφες διαταραχές στις… …   Dictionary of Greek

  • σιδηρόδρομος — Όχημα ή συρμός που κινείται πάνω σε οδό στρωμένης με σιδηροτροχιές και, κατ’ επέκταση, ολόκληρο το μεταφορικό σύστημα που βασίζεται σ’ αυτές, δηλαδή το κινητό υλικό, οι εγκαταστάσεις γραμμών, σταθμών και τα έργα υποδομής για την εκτέλεση… …   Dictionary of Greek

  • ζορούρι — Ιαπωνική ονομασία του θεάτρου με μαριονέτες. Ζ. είναι η ηρωίδα ενός δράματος του 16ου αι., που διαδόθηκε πολύ με τους πλανόδιους τραγουδιστές. Η ονομασία κατέληξε να δηλώνει ένα ρεπερτόριο δραματικό λογοτεχνικό που προοριζόταν για απαγγελία. Στα… …   Dictionary of Greek

  • Χάρα, Τακάσι — (1856 – 1921). Ιάπωνας πολιτικός, δημοσιογράφος και διπλωμάτης. Σπούδασε νομικά και αρχικά ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία. Αργότερα ακολούθησε διπλωματική σταδιοδρομία και το 1886 διορίστηκε επιτετραμμένος στο Παρίσι. Το 1892 διορίστηκε… …   Dictionary of Greek

  • έκθεση — Γενικός όρος, με τον οποίο στον τομέα της παραγωγής (υλικής, τεχνολογικής, πνευματικής και καλλιτεχνικής), του εμπορίου και της προπαγάνδας (ακόμα και με την πιο ευρεία έννοιά της) υποδηλώνεται η συγκέντρωση σε καθορισμένο τόπο και χρόνο… …   Dictionary of Greek

  • κήπος — Η τροποποίηση των φυσικών χαρακτηριστικών του εδάφους, σύμφωνα με ένα προκαθορισμένο σχέδιο και με τελικό σκοπό την επίτευξη ενός ευχάριστου στην όψη αισθητικού αποτελέσματος. Πραγματοποιείται με την εγκατάσταση χλοοταπήτων, καλλωπιστικών δέντρων …   Dictionary of Greek

  • μπάσο — (Ουένο 1643 – Οσάκα 1694). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Ιάπωνα ποιητή Μανεφούσα Ματσούο. Υπήρξε οξύς παρατηρητής της φύσης την οποία περιέγραψε στα περιπαθή ταξιδιωτικά ημερολόγιά του, γραμμένα ανάμεικτα σε πεζό και στίχους. Ως ποιητής έδωσε μεγάλη… …   Dictionary of Greek

  • Άνταμς, Γουίλιαμ — (William Adams, 1564 – 1620). Άγγλος θαλασσοπόρος. Αρχικά υπηρέτησε στο αγγλικό πολεμικό ναυτικό, αργότερα όμως παραιτήθηκε και αναζήτησε την τύχη του στην Ανατολή με τα πλοία της Ολλανδικής Εταιρείας των Ινδιών. Το 1600 ναυάγησε στο νησί Κιου… …   Dictionary of Greek

  • Ειρηνικός ωκεανός — (αγγλ. Pacific Ocean). Θαλάσσια έκταση (166.000.000 τ. χλμ, 180 εκατ. τ. χλμ. μαζί με τις εσωτερικές συνεχόμενες θάλασσες) που εκτείνεται από τις αρκτικές έως τις ανταρκτικές περιοχές. Είναι ο μεγαλύτερος σε βάθος και έκταση ωκεανός της υδρογείου …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»